έρψη

έρψη
η (AM ἔρψις) [έρπω]
το να σύρεται κάποιος με την κοιλιά στο έδαφος, το σούρσιμο
νεοελλ.
είδος άσκησης στη γυμναστική στην οποία μετακινείται κάποιος με τα χέρια και τα πόδια πάνω στο έδαφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἕρψῃ — ἕρπω serpo) fut ind mid 2nd sg ἕρψηι , ἕρψις creeping fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρψηι — ἕρψῃ , ἕρπω serpo) fut ind mid 2nd sg ἕρψις creeping fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”